εκβατήριος

εκβατήριος
ἐκβατήριος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκβαση, στην απόβαση
2. το αρσ. ως ουσ. Ἐκβατήριος
προσωνυμία τού Απόλλωνος που έφερνε αίσια έκβαση, απαλλαγή από θεομηνίες κ.λπ.
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐκβατηρία
η αποβάθρα
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐκβατήρια
θυσία για αίσιο τέλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐκβατήριον — ἐκβατήριος of masc acc sg ἐκβατήριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβατηρίοις — ἐκβατήριος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβατήρια — ἐκβατήριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβατηρία — ἐκβατηρίᾱ , ἐκβατήριος of fem nom/voc/acc dual ἐκβατηρίᾱ , ἐκβατήριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκβάσιος — ἐκβάσιος, ον (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) εκβατήριος* …   Dictionary of Greek

  • ἐκβατηρίαν — ἐκβατηρίᾱν , ἐκβατήριος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”