- εκβατήριος
- ἐκβατήριος, -α, -ον (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκβαση, στην απόβαση2. το αρσ. ως ουσ. Ἐκβατήριοςπροσωνυμία τού Απόλλωνος που έφερνε αίσια έκβαση, απαλλαγή από θεομηνίες κ.λπ.3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐκβατηρίαη αποβάθρα4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐκβατήριαθυσία για αίσιο τέλος.
Dictionary of Greek. 2013.